- ἐπικέρτομος
- ἐπικέρτομ-ος, ον,A mocking, cheating, Q.S.1.136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικέρτομος — ἐπικέρτομος, ον (Α) 1. ειρωνικός, περιπαικτικός 2. αυτός που ξεγελάει, που εξαπατά … Dictionary of Greek
ἐπικέρτομα — ἐπικέρτομος mocking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)